- συνέφαγον
- συνέφαγον s. συνεσθίω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συνέφαγον — σύν ἐσθίω eat aor ind act 3rd pl σύν ἐσθίω eat aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)